Οι πολιτικές λιτότητας έχουν υποσκάψει το επίπεδο του κοινωνικού διαλόγου και τις εργασιακές σχέσεις ευρύτερα. Στον δημόσιο τομέα επιβλήθηκαν μονομερής και ισοπεδωτικές μειώσεις μισθών και ωφελημάτων. Παρά την αντίδραση του συνδικαλιστικού κινήματος κατατέθηκε νομοσχέδιο στην βουλή ώστε οι μισθολογικές αυξήσεις στον ευρύτερο δημόσιο τομέα να συνδέονται αυτόματα με την διακύμανση του ΑΕΠ. Στον ιδιωτικό τομέα οι συλλογικές συμβάσεις παραβιάζονται συστηματικά από μεγάλη μερίδα εργοδοτών, ενώ συμβάσεις όπως αυτές στην ξενοδοχειακή βιομηχανία και τον κατασκευαστικό τομέα έχουν αντικατασταθεί από προσωπικά συμβόλαια και άτυπες μορφές απασχόλησης. Το ωριαίο εργατικό κόστος μειώθηκε το 2015 στα €15,6 σε σύγκριση με €25 στην ΕΕ και €29.5 στην Ευρωζώνη με αποτέλεσμα η Κύπρος να κατατάσσεται πλέον μεταξύ των χωρών με το χαμηλότερο εργατικό κόστος. Η ΑΤΑ έχει μειωθεί στο 50% στο δημόσιο τομέα ενώ στον ιδιωτικό τομέα οι εργοδότες απειλούν με κουτσούρεμα και υπονόμευση του θεσμού.
Η εφαρμογή του κατώτατου μισθού ΜΟΝΟ για ορισμένες επαγγελματικές κατηγορίες εργαζομένων δεν ανταποκρίνεται στις σημερινές κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της Κύπρου. Τα μέτρα που λήφθηκαν τα τελευταία χρόνια έχουν σαν κεντρικό άξονα την απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων, την συρρίκνωση της απασχόλησης, την αποδυνάμωση του κοινωνικού κράτους και την συρρίκνωση μισθών, ωφελημάτων και εισοδημάτων. Ο θεσμός όπως λειτουργεί σήμερα είναι αναποτελεσματικός και απαιτείται πλήρης αναδιαμόρφωση του ώστε να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες και εργασιακά δεδομένα.
Η Ετήσια Συνδιάσκεψη 2016 της ΔΕΟΚ διεκδικεί και αποφασίζει δυναμική αποφασιστική συνδικαλιστική δράση για:
- Επαναφορά του κοινωνικού διαλόγου και αποκατάσταση μισθών, ωφελημάτων και εργατικών δικαιωμάτων.
- Διατήρηση της φιλοσοφίας και πλήρη εφαρμογή της ΑΤΑ που διασφαλίζει την αγοραστική δύναμη των μισθών, την εργατική ειρήνη και την ομαλότητα στις εργασιακές σχέσεις.
- Νομική ρύθμιση των συλλογικών συμβάσεων και πλήρη διασφάλιση της εφαρμογής τους.
- Την εισαγωγή γενικού κατώτατου μισθού κατά τρόπο που να διασφαλίζεται ένα ελάχιστο αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης για όλους τους εργαζόμενους και όλες τις εργαζόμενες ανεξάρτητα από το επάγγελμα και το καθεστώς απασχόλησης.