Ιωσήφ Αναστασίου
Πρόεδρος Συμβουλίου Διοίκησης ΔΕΟΚ
Η αδήλωτη εργασία ή η μαύρη εργασία συναντάται σε πάρα πολλές μορφές παραβατικότητας όπως η ψευδή απασχόληση, η μερικώς δηλωμένη εργασία «έως προς το ωράριο και την αμοιβή του εργαζομένου», η μη κάλυψη εισφορών κ.λπ.
Η πλειοψηφία των αδήλωτων εργαζομένων ανήκει στις πλέον ευάλωτες ομάδες εργαζομένων όπως άνεργοι, εποχιακοί, φοιτητές, νέοι αυτοαπασχολούμενοι και μετανάστες. Δεν έχουν την δύναμη να διαπραγματευτούν τους όρους και τις συνθήκες εργασίας ενώ συνήθως εργοδοτούνται σε ευέλικτες μορφές απασχόλησης. Ένα άλλο χαρακτηριστικό της αδήλωτης εργασίας είναι ότι αυτή αναπτύσσεται κυρίως σε επιχειρήσεις μικρού μεγέθους πολύ συχνά όμως και μεγάλες επιχειρήσεις μέσω της μεθόδου της υπεργολαβίας για να περιορίσουν το οικονομικό τους κόστος συμβάλλουν στην αύξηση της παραοικονομίας. Σύμφωνα με την Διεθνή Οργάνωση Εργασίας (ILO) το κύριο κίνητρο για τους εργοδότες και εργαζομένους αυτοαπασχολούμενους είναι το οικονομικό.
Με την αδήλωτη εργασία αυξάνουν το εισόδημα, τα κέρδη τους και την ανταγωνιστικότητα της επιχείρησης τους. Η μετανάστευση και η διακίνηση ευρωπαίων εργαζομένων τροφοδοτούν το φαινόμενο της αδήλωτης εργασίας κυρίως στους κλάδους των κατασκευών, της γεωργίας και του επισιτισμού. Επίσης παράγοντες όπως η ανεργία, το μικρό μέγεθος της επιχείρησης και το χαμηλό επίπεδο κατάρτισης και εκπαίδευσης συμβάλλουν στην ενίσχυση της μαύρης εργασίας.
Αποτελεί κοινή διαπίστωση ότι η αδήλωτη εργασία βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα στην Κύπρο. Η κυβέρνηση στα πλαίσια του μνημονίου συναντίληψης με την ΤΡΟΙΚΑ αποφάσισε το 2014 την διαμόρφωση πιο συνεκτικής και αποτελεσματικής πολιτικής για την καταπολέμηση της αδήλωτης εργασίας. Ουσιαστικά κινήθηκε σε δύο βασικούς άξονες στοχεύοντας στην ενίσχυση της διοικητικής μέριμνας και του εποπτικού μηχανισμού του τμήματος επιθεώρησης από την μια και στην τροποποίηση του νόμου των κοινωνικών ασφαλίσεων ώστε να εισαχθούν αυστηρότερες ποινές και κυρώσεις από την άλλη.
Τόσο το νομοσχέδιο όσο και τα γενικότερα διοικητικά μέτρα για την αδήλωτη εργασία συζητήθηκαν και συμφωνήθηκαν ομόφωνα στο Εργατικό Συμβουλευτικό Σώμα. Τον Ιούνιο του 2017 ψηφίστηκε νέα νομοθεσία η οποία επιβάλλει αυστηρές διοικητικές ποινές. Ο νέος νόμος προβλέπει εξώδικο πρόστιμο σε εργοδότη €500 για κάθε εργοδοτούμενο που απασχολείται αδήλωτα. Επιπλέον το πρόστιμο αυξάνεται κατά €500 για κάθε ημερολογιακό μήνα απασχόλησης του εργοδοτούμενου πριν από τον οποίο διαπιστώθηκε η παράβαση.
Δυστυχώς μέχρι σήμερα η βουλή δεν έχει εγκρίνει την νομοθεσία για την σύσταση της Ενιαίας Υπηρεσίας Επιθεώρησης που θα αποτελέσει τον κεντρικό μηχανισμό υλοποίησης των προνοιών του νόμου. Η στάση αυτή μόνο σαν ακατανόητη μπορεί να χαρακτηριστεί εφόσον το Υπουργείο Εργασίας έχει εκπληρώσει όλες του τις υποχρεώσεις εγκρίνοντας και σχετικό εγχειρίδιο στο οποίο περιλαμβάνονται λεπτομερώς οι ευθύνες και οι εξουσίες των επιθεωρητών.
Η ουσιαστική αντιμετώπιση του προβλήματος της αδήλωτης εργασίας προϋποθέτει μια υγιή αγορά εργασίας με επαρκής μηχανισμούς ελέγχου και διασφάλιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Επομένως επιβάλλεται η ενίσχυση του συστήματος εργασιακών σχέσεων η προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων η αντιμετώπιση των λεγόμενων ευέλικτων μορφών απασχόλησης, η νομική ρύθμιση των συλλογικών συμβάσεων και η θεσμοθέτηση αυστηρού εποπτικού μηχανισμού.
Όλες οι μελέτες που έχουν πραγματοποιηθεί για την αδήλωτη εργασία συμπεριλαμβανομένων αυτών της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, συγκλίνουν στην διαπίστωση ότι οι εργοδότες επιλέγουν την αδήλωτη εργασία γιατί τους κοστίζει φθηνότερα λόγω των αραιών ελέγχων και του μικρού πρακτικού κινδύνου τιμωρίας. Επομένως δεν πρέπει να αναμένονται χειροπιαστά αποτελέσματα αν δεν θεσμοθετηθεί ο μηχανισμός επιθεώρησης ο οποίος είναι επιφορτισμένος με την εφαρμογή του νόμου. Η ευθύνη ανήκει στην βουλή η οποία θα πρέπει να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων.
Φιλελευθερος
3 Αυγούστου 2018