Η απόφαση της κυβέρνησης για κλείσιμο της Επιτροπής Σιτηρών δεν ήταν κεραυνός εν’ αιθρία. Ουσιαστικά ο Οργανισμός τα τελευταία χρόνια αφέθηκε στο έλεος του ανταγωνισμού χωρίς να ύπαρξη πολιτική βούληση και συγκροτημένο σχέδιο για την διάσωση και την βιωσιμότητα του.
Αναμφισβήτητα το κλείσιμο ενός Οργανισμού κοινής ωφελείας ο οποίος διαδραματίζει σημαντικό ρυθμιστικό ρόλο στην αγορά σιτηρών αποτελεί θλιβερή εξέλιξη. Χωρίς την λειτουργία της Επιτροπής ουσιώδη αγαθά όπως το ψωμί, το γάλα και το κρέας θα αφεθούν έρμαιο στην αχαλίνωτη κερδοσκοπία με ότι αυτό σημαίνει για τους καταναλωτές.
Οι ευθύνες της κυβέρνησης για την τραγική κατάληξη ενός τόσο σημαντικού Δημόσιου Οργανισμού είναι ασήκωτες. Από το 2004 όταν ελευθεροποιήθηκε η αγορά σιτηρών καμία ουσιαστική ενέργεια κανένας σοβαρός σχεδιασμός υπήρξε ώστε η Επιτροπή Σιτηρών να εκσυγχρονιστεί να περιορίσει τα κόστη της και να παραμείνει ισχυρός παράγοντας διαμόρφωσης του νέου ανταγωνιστικού περιβάλλοντος στο τομέα των σιτηρών.
Τόσο το Υπουργείο Οικονομικών όσο και το Υπουργείο Γεωργίας γνώριζαν καλά την δύσκολη οικονομική κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει η Επιτροπή Σιτηρών κυρίως μετά το οδυνηρό κούρεμα του 2013 που στοίχισε στο Οργανισμό εφτά εκατομμύρια ευρώ. Δυστυχώς η πολιτική που ακολουθήθηκε ήταν να αφεθεί ο Οργανισμός να καταρρεύσει ώστε να δοθεί η ευκαιρία σε ιδιωτικές εταιρείες να κυριαρχήσουν στην αγορά σιτηρών.
Η δήθεν κρατικοποίηση του Οργανισμού και η μετατροπή του σε παράρτημα του Υπουργείου Γεωργίας εξουδετερώνει πλήρως τον ρόλο του εφόσον αποκλείεται από την εμπορία αφήνοντας πεδίο δόξης λαμπρό στους ιδιώτες να χειραγωγήσουν την αγορά σιτηρών δημιουργώντας καρτέλ σε βάρος των καταναλωτών.
Όσο αφορά τις διαβεβαίωσης του Υπουργού Οικονομικών για διασφάλιση των δικαιωμάτων των εργαζομένων με την μεταφορά τους στο δημόσιο απλώς χρυσώνεται το χάπι το οποίο στο μέλλον θα αποδειχθεί πολύ πικρό για τους καταναλωτές και την κοινωνία ευρύτερα.
Γραφείο Τύπου ΔΕΟΚ
20 Σεπτεμβρίου 2017