Το γεγονός ότι οι εργοδότες έχουν δηλώσει πέραν των τριών χιλιάδων αδήλωτους εργαζόμενους αξιοποιώντας την χαριστική περίοδο επιβολής διοικητικού προστίμου αποκαλύπτει από την μια το μέγεθος του προβλήματος της αδήλωτης εργασίας και από την άλλη την απουσία επαρκών μηχανισμών ελέγχου και επιθεώρησης για πάταξη του φαινομένου.
Η αντιμετώπιση του προβλήματος της αδήλωτης εργασίας αποτελεί καθολικό αίτημα και αδήριτη ανάγκη στις δύσκολες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που περνά ο τόπος μας. Η αδήλωτη εργασία που στην ουσία συνιστά κοινωνικό και οικονομικό έγκλημα έχει σοβαρές επιπτώσεις στην οικονομία και στην αγορά εργασίας εφόσον υπονομεύει την κοινωνική ασφάλιση, στερεί το κράτος από δημόσια έσοδα και δημιουργεί αθέμιτο ανταγωνισμό μεταξύ εργαζομένων και μεταξύ επιχειρήσεων.
Η απόφαση του Υπουργείου Εργασίας να εισάξει αυστηρές διοικητικές ποινές στην νομοθεσία για τους εργοδότες που απασχολούν παράνομα προσωπικό στην αδήλωτη εργασία σε συνδυασμό με την ενοποίηση των μηχανισμών επιθεώρησης και την αξιοποίηση σύγχρονου πληροφορικού συστήματος κινείται στην σωστή κατεύθυνση. Για την ουσιαστική αντιμετώπιση του προβλήματος όμως απαιτούνται μέτρα που να αποκαθιστούν την ισορροπία στην αγορά εργασίας και να αποτρέπουν τους εργοδότες να εκμεταλλεύονται την ανάγκη των ανέργων προσφέροντας τους ανασφάλιστη εργασία. Είναι προφανές ότι σε συνθήκες οικονομικής κρίσης υψηλής ανεργίας εργασιακής απορύθμισης και υπονόμευσης των συλλογικών συμβάσεων η εργοδοτική ασυδοσία και η αδήλωτη εργασία βρίσκουν πρόσφορο έδαφος.
Η οικονομική κρίση συνοδεύτηκε από μέτρα και πολιτικές που οδήγησαν στην αποδυνάμωση του συστήματος εργασιακών σχέσεων στην αύξηση της εργασιακής ανασφάλειας στην αβέβαιη απασχόληση και σε νέες μορφές ψευδοαπασχόλησης όπως η λεγόμενη μίσθωση υπηρεσιών. Επομένως επιβάλλεται η ενίσχυση του συστήματος εργασιακών σχέσεων, η προστασία των δικαιωμάτων των εργαζομένων η αντιμετώπιση των λεγόμενων ευέλικτων μορφών απασχόλησης, η νομική ρύθμιση των συλλογικών συμβάσεων και η εισαγωγή Γενικού Κατώτατου Μισθού.
Θέση της ΔΕΟΚ είναι ότι με ημίμετρα και αποσπασματικές πολιτικές δεν πρόκειται να αντιμετωπίσουμε αποτελεσματικά το πρόβλημα της αδήλωτης εργασίας. Σε κάθε περίπτωση απαιτείται διαμόρφωση ολοκληρωμένης στρατηγικής, ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των πολιτών και ουσιαστική και ενεργώς συμμέτοχη και συνεργασία εργοδοτών, εργαζομένων και αρμόδιων κυβερνητικών τμημάτων.
Γραφείο Τύπου ΔΕΟΚ
Λευκωσία, 31 Αυγούστου 2017